- δυωκαιεικοσίμετρος
- δῠωκαιεικοσί-μετρος [σῐ], ον,A holding twenty-two measures,
τρίπους Il.23.264
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τρίπους Il.23.264
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
δυωκαιεικοσίμετρος — δυωκαιεικοσίμετρος, ον (Α) αυτός που έχει χωρητικότητα είκοσι δύο μέτρων … Dictionary of Greek
δυωκαιεικοσίμετρον — δυωκαιεικοσίμετρος holding twenty two measures masc/fem acc sg δυωκαιεικοσίμετρος holding twenty two measures neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)